- ὠνάμην
- ὠνάμην, [full] ὤνατο, [tense] aor. [voice] Med. of ὄνομαι.II also of ὀνίνημι (q.v.). [full] ὠνάρχος· δῆμψος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠνάμην — ὀνίνημι D Mort. aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονίνημι — (ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, έομαι) ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον αρχ. 1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β πρόσ.) ὄναιο να χαίρεσαι, να χαρείς 3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β … Dictionary of Greek